ΣΚΑΝΤΑΜΙΑ
Ομαδικό παιχνίδι, κυρίως για κορίτσια
Τα παιδιά ανοίγουν στο χώμα μια τρύπα και παίρνουν 2 κουνες από καϊσια
(κουκούτσια από βερίκοκα) ο καθένας. Μετά μπαίνουν όλοι σε μια γραμμή, 4
βήματα μακριά από την τρύπα και προσπαθούν να ρίξουν τις κουνες μέσα.
Αν ο εκτός στη σειρά καταφέρει να βάλει την κούνα στην τρύπα, τότε μετρά
πόσες κουνες είναι μέσα και αν είναι ζυγός αριθμός, τις παίρνει.
Συνεχίζει ο επόμενος κ.ο.κ
Ο ΔΡΑΓΑΤΗΣ
Ένα παιδί κάνει τον δραγάτη*
Τα άλλα παιδιά πιάνουν το καθένα από μια γωνία που την κάνουν «Φουλια»
τους (φωλιά τους). Αρχίζουν να βγαίνουν σιγά σιγά από τις Φουλιες τους
κάνοντας τάχα ότι πανε να κλέψουν φρούτα που όρισαν, και τραγουδάνε:
«τσαμ τσουμ τα σταφύλια (ή οποιαδήποτε άλλο φρούτο) και ο δραγάτης δεν
μας πιάνει.» Ο δραγάτης τότε τα κυνηγάει. Αυτά προσπαθούν ναι κρυφτούν
στις φουλιες τους , για να μην τα πιάσει. Όταν ο δραγάτης πιάσει κάποιο
από τα παιδιά, τότε αλλάζουν ρόλους.
Από την συλλογή Κώστα Λαζαρίδη
(περ. Ηπειρωτική Ελλάδα)
*ο δραγάτης είναι ο αγροφύλακας στην τοπική διάλεκτο
Η ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ
Τα παιδιά τα βγάζουν για να δούμε ποιο θα γίνει τυφλόμυγα.
Δένουν με πανί τα μάτια του παιδιού που τα φυλάει και τα αλλά γύρω του
το πειράζουν και το προκαλούν. Το παιδί – τυφλόμυγα προσπαθεί να πιάσει
έναν από τους συμπαίχτες του κι όταν το πετύχει, μαντεύει από το μπόι
του, τα ρούχα του και γενικά από τα χαρακτηριστικά του, ποιος είναι. Αν
το βρει, αυτό το παιδί γίνεται τυφλόμυγα.
ΠΕΡΝΑ – ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ
Δυο παιδιά φτιάχνουν ένα ζευγάρι.
Στέκονται αντικριστά και ενώνουν τα χέρια τους ψηλά σχηματίζοντας μια
αψίδα. Αποφασίζουν μεταξύ τους ποιο θα είναι το «χρυσάφι» και ποιο το
«ασήμι» (ή μέλι, καρύδια ή ότι άλλο σκεφθούν). Τα υπόλοιπα παιδιά
πιάνονται από την μέση, το ένα πίσω από το άλλο, σαν αλυσίδα, κι
αρχίζουν να περνούν κάτω από τα χέρια των παιδιών που σχημάτισαν την
αψίδα, τραγουδώντας:
«περνά περνά η μέλισσα,
με τα μελισσοπουλα
και με τα παιδόπουλα»
το ζευγάρι των παιδιών κατεβάζει τα χέρια του και κλείνει ανάμεσα τους, το τελευταίο παιδί της γραμμής. Του ψιθυρίζουν:
«θέλεις να πας από το χρυσό ή το ασήμι;»
το παιδί διαλέγει και παει πίσω από το αντίστοιχο παιδί. Το παιχνίδι
συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, ώσπου να διαλέξουν όλα τα παιδιά. Έτσι
γίνονται αντικριστές γραμμές που πιάνονται γερά από την μέση. Τότε κάθε
ομάδα αρχίζει να τραβά. Όποια καταφέρει να σπάσει την αλυσίδα της
αντίπαλης ομάδας, όποια δηλαδή αποδειχθεί πιο δυνατή, αυτή είναι η
νικήτρια.
ΟΙ ΤΡΥΓΟΝΕΣ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες.
Η πρώτη αποτελείται από τον άρχοντα με το γεράκι του και η δεύτερη από
όλα τα άλλα παιδιά, που είναι οι «τρυγόνες». Οι «τρυγόνες» πιασμένες
χέρι χέρι στέκονται αντίκρυ στον άρχοντα με το γεράκι του σε απόσταση 8
μέτρων. Ο άρχοντας αρχίζει τραγουδώντας.
«πολλές τρυγόνες έχετε
και εγώ καμία δεν έχω(2)
θα στείλω το γεράκι μου
να αρπάξει μια τρυγόνα(2)»
οι «τρυγόνες» απαντούν τραγουδιστά, κουνώντας απειλητικά πέρα δώθε το ένα πόδι.
«Για στείλε το, για στείλε το
να δεις κλωτσιές που θα φαει(2)»
το γεράκι τότε φεύγει τρέχοντας και με ορμή προσπαθεί να περάσει,
σπάζοντας την αλυσίδα των χεριών, που έκαναν οι τρυγόνες. Αν εκείνη
σπάσει, τότε το γεράκι φέρνει μια τρυγόνα λάφυρο στον άρχοντα. Αν όχι,
το γεράκι αιχμαλωτίζεται και αλλάζει η ομάδα του άρχοντα γεράκι.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΟΥΡΝΕΣ
Όσα είναι τα παιδιά που παίζουν τόσες γούρνες (λακκούβες) σκάβουν. Σε
κάθε παίχτη ανήκει και μια γούρνα. Σε μικρή απόσταση από τις γούρνες,
χαράζουν στο χώμα μια γραμμή. Από εκεί ρίχνουν το τόπι, πρέπει να τρέξει
ανάμεσα στις γούρνες. Σε όποιου τη γούρνα σταματήσει το τόπι, πρέπει να
τρέξει, να το πάρει και να σημαδέψει ένα συμπαίχτη του. Αν δεν τα
καταφέρει, τότε ο χτυπημένος από το τόπι παίχτης ρίχνει στην δική του
γούρνα ένα πετραδάκι.
Όποιος συμπληρώσει πρώτος δέκα πετραδάκια στην γούρνα του χάνει και πρέπει να μιμηθεί και τη φωνή κάποιου ζώου.
ΤΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑΚΙΑ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες.
Τα πιο μικροκαμωμένα είναι «τα τσουκαλάκια», τα πιο μεγάλα οι «μάνες»
τους. Τα «τσουκαλάκια» κάθονται γονατιστά σε κύκλο και πίσω από κάθε
«τσουκαλάκι» στέκεται όρθια η «μάνα» του. Με «κουρπανιά» ορίζουν μια
«μάνα» που δεν θα έχει «τσουκαλάκι» Αυτή προχωράει σε κύκλο γύρω από τα
παιδιά και σταματάει μπροστά σε μια «μάνα», σε όποια θέλει, και ρωτάει:
«το πουλάς το τσουλάκι;»
«ένα έχω δεν το δίνω
μα τον Άγιο Κωνσταντίνο»
απαντά η «μάνα» και αφήνοντας το «τσουκαλάκι» της τρέχει προς τα
δεξιά, κάνει το γύρο των γονατισμένων παιδιών και ξαναγυρίζει πίσω στην
θέση της. Το ίδιο κάνει και η «μάνα» που δεν έχει «τσουκαλάκι», μόνο που
αυτή αρχίζει να κάνει το γύρω από αριστερά. Όποια από τις δυο «μάνες»
προλάβει και αγγίξει πρώτη το «τσουκαλάκι», αυτή γίνεται η «μάνα» του
και η άλλη μένει από έξω.
ΣΟΥΡΑΪΜ – ΣΟΥΡΑΪΜ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ισάριθμες ομάδες.
Κάθε ομάδα έχει τη «μάνα» της. Οι δυο ομάδες στέκονται η μια απέναντι
στην άλλη. Η μάνα δίνει σε κάθε παίχτη της ομάδας της το όνομα της το
όνομα ενός δέντρου, π.χ λεει: εσύ είσαι ο πλάτανος, εσύ η κερασιά κ.λ.π.
Το ίδιο κάνει και η άλλη μάνα που διαλέγει παιδιά της ονόματα γλυκών ή
λουλουδιών κ.λ.π., π.χ. κουραμπιές, σοκολάτα ή τριαντάφυλλο. Μόλις
αρχίζει το παιχνίδι, η μάνα της μιας ομάδας πηγαίνει στην αντίθετη ομάδα
και αρχίζει να φέρνει γύρω γύρω από τα παιδιά ( που στέκουν σε σειρά)
τραγουδώντας: «
Σουραϊμ σουραϊμ, μπουλούκια αραϊμ» Μόλις
τελειώσει το τραγούδι της σταματά πίσω από ένα παιδί του κλείνει τα
μάτια με τις παλάμες κι αμέσως το παιδί αυτό απλώνει μπροστά τα χέρια
του με τις παλάμες προς τα πάνω. Η μάνα που του έχει κλεισμένα τα μάτια
φωνάζει τότε προς την ομάδα της που βρίσκεται απέναντι:
«να΄ρθει, να’ρθει η κερασιά»
Το παιδί που έχει το όνομα κερασιά, πλησιάζει το παιδί που έχει
απλωμένα τα χέρια και του τα χτυπάει. Αμέσως μετά, γυρίζει τρέχοντας
πίσω και όλα τα παιδιά της ομάδας του κάνοντας στροφή επί τόπου
παλαμάκια για να μπερδέψουν τον παίκτη με κλειστά τα μάτια. Το παιδί
ανοίγει τώρα τα μάτια και προσπαθεί να μαντέψει ποιο παιδί τον χτύπησε.
Δηλαδή ποιο παιδί έχει το όνομα κερασιά. Αν μαντέψει σωστά τότε η ομάδα
του κερδίζει την κερασιά. Αν όχι υποχρεώνεται να παει αυτός στην
απέναντι ομάδα.
ΜΕΛΙΣΣΑ – ΜΕΛΙΣΣΑ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και πιασμένα γέρα από τα χέρια,
στέκονται αντικριστά σε μια απόσταση δεκαπέντε – είκοσι μέτρων ανάμερα
τους.
- Η πρώτη ομάδα φωνάζει:
«Μέλισσα – Μέλισσα»
- Η δεύτερη απαντά: «Μέλι γλυκύτατο»
- Η πρώτη: «Σε ποιον παραγγείλατε;»
- Η άλλη ζητάει ένα παίχτη πχ: «Στον Κωστή»
Τότε αυτός ο παίχτης τρέχει κατά πάνω τους και πέφτει με δύναμη σε
όποιο πιάσιμο χεριών του φαίνεται το πιο αδύναμο. Αν καταφέρει να σπάσει
το δεσμό των χεριών, παίρνει ένα παιδί από την ομάδα και το φέρνει στην
δικιά του. Αντίθετα αν δεν μπορέσει να σπάσει την ενωση, μένει ο ίδιος
με τους άλλους.
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Τα παιδιά κάθονται το ένα πλάι στο άλλο.
Το πρώτο από δεξιά, σκύβει στο αυτί του διπλανού του και του ψιθυρίζει
μια λέξη πολυσύλλαβη και δύσκολη ή ασυνήθιστη π.χ.
Σκουληκοσκαθαρομυρμηγκοτρυπα, ιχθυοπωροπαντολαχανοπωλειο.
Το παιδί που ακουει την λέξη την λεει όπως την άκουσε και την κατάλαβε
στο αυτί του διπλανού του και αυτό στο παραδίπλα, ως το τελευταίο. Το
τελευταίο παιδί σηκώνεται και τη φωνάζει δυνατά αλλά συνήθως αυτή η λέξη
δεν έχει καμία σχέση με την αρχική.
ΤΑ ΜΗΛΑ
Δυο παιδιά στέκονται αντικριστά, δεκαπέντε – είκοσι μέτρα μακριά το
ένα από το άλλο, ενώ στη μέση αυτής της απόστασης συγκεντρώνονται όλα τα
υπόλοιπα. Οι δυο παίχτες που στέκονται αντικριστά προσπαθούν με το τόπι
να χτυπήσουν κάποιο από τα παιδιά που είναι μέσα, οπότε αυτό καίγεται
και βγαίνει από το παιχνίδι.
Αντίθετα το παιδί που θα τα καταφέρει να πιάσει το τόπι, χωρίς να
πέσει κάτω, κερδίζει ένα «Μήλο» που θα του επιστρέψει, αν κάποια στιγμή
«καεί» να μην βγει, αλλά να παραμένει στο παιχνίδι, ή αν «καεί» κάποιος
φίλος του, να του το παραχωρήσει. Όταν απομείνει μόνο ένα παιδί, οι δυο
παίχτες με το τόπι μπορούν να κάνουν μονάχα δέκα προσπάθειες να το
χτυπήσουν. Αν τους ξεφύγει, ξαναφιλάνε και το παιχνίδι αρχίζει από την
αρχή.
Η ΑΛΛΑΓΗ
Όλα τα παιδιά εκτός από αυτό που τα «φιλάει» διαλέγουν από ένα δέντρο, πιάνονται σε κύκλο και χορεύοντας γύρω γύρω φωνάζουν:
«πίτουρο ένα, πίτουρο δυο, πίτουρο τρία» κι αμέσως τρέχουν στο δέντρο τους. Σε λίγο, δυο δυο αρχίζουν τις συνεννοήσεις…
Κι όταν κρίνουν τη στιγμή κατάλληλη, φωνάζουν
«αλλαγή» κι
αλλάζουν μεταξύ τους δέντρα. Το παιδί που τα φυλάει, μόλις ακούσει το
παράγγελμα, τρέχει να πιάσει κάποιο δέντρο που έμεινε πρόσκαιρα άδειο.
Αν προλάβει, τότε τα φυλάει το παιδί που έμεινε χωρίς δέντρο.
Κερδίζει η ομάδα που θα τους πάρει όλους.
ΠΕΤΑΕΙ ΠΕΤΑΕΙ
Ένα παιδί κάνει τη μανά.
Τα αλλά παιδιά μαζεμένα γύρω από τη μάνα, ακουμπάνε το δείκτη τους στο τραπέζι, στο πεζούλι κλπ.
Η «μάνα» ακουμπάει κι αυτή το δείκτη της και λεει: « Πετάει, πετάει ο αετός;»
Ο αετός πράγματι πετάει, ενώ δεν πρέπει να σηκώσουν το χέρι τους, σε
κάτι που δεν πετάει πχ ο Τοτος. Όποιος ξεγελαστεί χάνει και πρέπει να
κάνει κάποια αστεία μίμηση που θα του ζητήσει η «μάνα».
Η ΜΠΕΡΛΙΝΑ
Ένα παιδί γίνεται « Μπερλίνα» κι ένα άλλο «ταχυδρόμος».
Η Μπερλίνα κάθεται παράμερα, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά εμπιστεύονται στον
ταχυδρόμο τα πειραχτικά μηνύματα τους για την Μπερλίνα. Ο ταχυδρόμος
παρουσιάζεται μπροστά της και λεει:
«καλημέρα σου κυρία Μπερλίνα! Πέρασα από το γαϊδουροπαζαρο κι άκουσα πολλά καλά και πολλά κακά για εσάς.»
ο ένας μου είπε:
«αν δεν μοιάζατε με καμινάδα, θα’σασταν καλύτερη…»
και αραδιάζει όλα τα πειράγματα. Η «Μπερλίνα» διαλέγοντας ένα από όλα
προσπαθεί να μαντέψει ποιο από όλα τα παιδιά το είπε. Αν το βρει, το
παιδί εκείνο παίρνει την θέση της «Μπερλίνας» στον επόμενο γύρο, αλλιώς
παραμένει το ίδιο και το παιχνίδι συνεχίζεται.
ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες. και στέκονται αντικριστά με
απόσταση περίπου δέκα μέτρων μεταξύ τους. Στην μέση αυτής της απόστασης
χαράζουν ένα κύκλο και στο κέντρο του βάζουν ένα μαντήλι. Μόλις
ακούγεται το σύνθημα, βγαίνει από κάθε ομάδα ένα παιδί που προσπαθεί να
αρπάξει το μαντήλι και να γυρίσει πίσω χωρίς να το αγγίξει ο αντίπαλος
γιατί αν το ακουμπήσει, το πιάνει αιχμάλωτο. Οι αιχμάλωτοι
ελευθερώνονται (ένας – ένας), κάθε φορά που κάποιο παιδί της ομάδας τους
παίρνει το μαντήλι. Κερδίζει η ομάδα που θα καταφέρει να αιχμαλωτίσει
όλους τους παίχτες της άλλης.
ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ
Τα παιδιά κάθονται σε κύκλο
Ένα παιδί είναι η μάνα που μοιράζει στα υπόλοιπα τα νούμερα τους (1,2,3…)
-Η μάνα λεει:
«έχω μια κολοκυθιά που κάνει … κολοκυθιά»
-το παιδί που έχει αυτό τον αριθμό ρωτάει:
«και γιατί να κάνει…;»
-η μάνα του απαντά τότε:
«και πόσα να κάνει;»
-το παιδί τότε λεει ένα άλλο αριθμό:
« να κάνει…κολοκυθιά»
αν αυτός που ακούσει τον αριθμό του, δεν απαντήσει ή απαντήσει λάθος, τότε χάνει και για τιμωρία μιμείται ένα ζώο.
Η ΤΡΙΛΙΖΑ
Η τρίλιζα παίζεται με δυο παίχτες.
Οι παίχτες φτιάχνουν ένα τετράγωνο και γράφουν μέσα σε αυτό 2 κάθετες
και 2 οριζόντιες γραμμές, ώστε να γίνουν 9 μικρά τετράγωνα. Παίρνει ο
κάθε παίχτης 3 ίδια κουμπιά, που διαφέρουν όμως από του αλλού, και τα
τοποθετεί ο καθένας με την σειρά του, σε όποιο τετραγωνάκι θέλει.
Όποιος καταφέρει να βάλει τα κουμπιά του σε μια γραμμή (οριζόντια –
κάθετη ή διαγώνια) είναι ο νικητής.
ΟΙ ΠΕΥΚΟΒΕΛΟΝΕΣ
Τα παιδιά παίρνουν βελόνες από τα πεύκα, τις δένουν πολλές μαζί και
φτιάχνουν κούκλες. Ντύνουν τις κούκλες τους με χάρτινα ρούχα. Τις βάζουν
μέσα σε ένα σε ένα ταψί που το κουνάνε και οι κούκλες χορεύουν.
ΚΑΤΩ ΚΛΩΤΣΩ
Δυο παιδιά είναι ξυπόλυτα πάνω σε άμμο ή χορτάρι και δίνει ο ένας
κλωτσιές στον άλλον, όμως το πόδι δεν χτυπά μπροστά, αλλά προς τα
πλάγια. Οποίος ρίξει κάτω τον άλλο είναι νικητής.
ΠΡΩΤΕΛΙΑ
Παίζεται με πολλά παιδιά.
Ένα παιδί σκύβει και βάζει τα χέρια του χαμηλά στα πόδια του και τα
υπόλοιπα πηδούν από πάνω του. Μετά σιγά σιγά το παιδί «ψηλώνει», και τα
υπόλοιπα συνεχίζουν να πηδούν από πάνω του. Όποιος πηδήξει πιο ψηλά
κάνει αυτό δηλαδή που οι άλλοι δεν μπορούν είναι ο νικητής.
ΦΑΛΑΓΚΡΙΑ
Παίζεται με πολλά παιδιά, πάνω από 6. τα παιδιά στέκονται μπροστά σε
ένα τοίχο. Το πρώτο σκύβει και στηρίζει τα χέρια του στον τοίχο. Το
δεύτερο παιδί παίρνει φόρα πηδά και καβαλικεύει πάνω στο πρώτο. Το τρίτο
πάνω στο δεύτερο κ.ο.κ. Αν τα παιδιά που είναι κάτω, τους βαστήξουν
όλους, τότε κερδίζουν. Αν όμως πέσουν τότε χάνουν και αλλάζουν ρόλους.
ΚΑΣΤΡΙΑ
Στήνουν πλάκες τη μια πίσω από την άλλη και με άλλες μικρότερες
στρογγυλές πέτρες προσπαθούν να τις ρίξουν κάτω. Όποιος ρίξει τις
πολλές, είναι ο νικητής. Παίζεται με δυο ή περισσότερα παιδιά.
ΤΣΙΛΙΚΙ
Τα παιδιά βάζουν ένα ξύλο με μια προεξοχή, όπως είναι η σκάλα και το
χτυπούν με ένα άλλο ξύλο μεγαλύτερο για να παει ψηλά. Την ώρα που το
μικρότερο ξύλο είναι στον αέρα, τα αλλά παιδιά προσπαθούν να το
ξαναχτυπήσουν, ώστε να μην πέσει κάτω. Όταν πέσει χάνουν. Όποιος το
χτυπήσει περισσότερες φορές κερδίζει.
ΤΣΙΛΙΚ – ΤΣΟΥΜΑΚ 2
Παίρνει το κάθε παιδί 2 βέργες, μια μεγάλη και μια μικρή.
Τοποθετούν τη μικρή βέργα στην άκρη μιας πέτρας, έτσι ώστε να
προεξέχει. Τη χτυπούν δυνατά, με τη μεγάλη βέργα, από 3 φορές ο καθένας.
Η μικρή βέργα πετάγεται μακριά. Μετρούν την απόσταση από εκεί που
στέκονται δηλαδή από την πέτρα, μέχρι τη βέργα. Κερδίζει αυτός που
έριξε τη βέργα πιο μακριά.
ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ
Αυτό το παιχνίδι παίζεται με ζυγό αριθμό παιδιών.
Χωρίζονται τα παιδιά σε δυο ομάδες και με κορώνα – γράμματα
αποφασίζουν, ποιοι θα είναι οι κλέφτες και ποιοι θα είναι οι αστυνόμοι.
Έπειτα ορίζουν ένα μέρος για φωλιά των κλεφτών, όπου δεν θα μπαίνουν οι
αστυνόμοι. Για να βάζουν φυλακή τους κλέφτες , θα πρέπει οι αστυνόμοι να
τους πιάσουν και όχι μόνο να τους ακουμπήσουν. Οι κλέφτες έχουν το
δικαίωμα να ελευθερώνουν τους φυλακισμένους ακουμπώντας τους. Οι
νικητές θα είναι οι κλέφτες, αν καταφέρουν στους αστυνόμους να πουν ότι
δεν μπορούν να τους πιάσουν και ζητάνε να τελειώσει το παιχνίδι. Οι
αστυνόμοι πάλι θα είναι οι νικητές, αν πιάσουν όλους τους κλέφτες.
ΚΡΥΦΟ ΚΟΥΤΙ
Παίρνουμε ένα κουτί και το τοποθετούμε όρθιο στη μέση του δρόμου. Αφού
συμφωνήσουμε ποιος θα τα φυλάει, ένα άλλο παιδί κλωτσάει το κουτί. Το
παιδί που τα φυλάει παει με κλειστά μάτια, ψαχουλεύοντας να πάρει το
κουτί και να το ξαναφέρει στο σημείο που ήταν πριν. Στο διάστημα που το
κουτί ξαναγυρίζει στη θέση του τα παιδιά πηγαίνουν να κρυφτούν. Έπειτα
το παιδί που τα φυλάει προσπαθεί να βρει τους υπόλοιπους. Μόλις βρει
κάποιον πατάει το κουτί και προφέρει δυνατά το όνομα του παιδιού που
βρήκε, για να καταλάβουν οι υπόλοιποι ότι το παιδί που φώναξε βγήκε από
το παιχνίδι.
Αν καταφέρει ένα οποιαδήποτε παιδί που είναι μέσα στο παιχνίδι να
κλωτσήσει πάλι το κουτί, χωρίς να το δει αυτός που τα φυλάει, το
παιχνίδι ξαναρχίζει από την αρχή. Αυτή η πράξη ονομάζεται ξελευτερια.
Όταν η ξελευτερια δε γίνει από κανένα, το παιδί που βγήκε από το
παιχνίδι πρώτο φυλάει.
Η ΚΥΡΑ – ΜΑΡΙΑ
Παίζουν όσα παιδιά θέλουν.
Κάνουν ένα κύκλο και ένα παιδί βγαίνει έξω από τον κύκλο. Αυτό είναι η
Κυρά – Μαρία. Αρχίζουν με το τραγούδι κι έτσι όπως τραγουδάνε γυρνούν
γύρω γύρω.
- τα παιδιά στον κύκλο:
«
που θα πας κυρά – Μαρία, που θα πας, που θα πας;
Δεν περνάς κυρά – Μαρία, δεν περνάς, περνάς»
- η Μαρία από έξω:
«
θα υπάγω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ
θα υπάγω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ»
- τα παιδιά στον κύκλο:
«
τι θα κανείς εις τους κήπους; δεν περνάς δεν περνάς,
τι θα κανείς εις τους κήπους; δεν περνάς, περνάς»
- H Μαρία:
«θα εικοψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ.
Θα εικοψω δυο βιολέτες; δεν περνώ, περνώ»
-τα παιδιά:
«τι θα κάνεις τις βιολέτες, δεν περνάς δεν περνάς
τι θα κάνεις τις βιολέτες; δεν περνάς, περνάς»
- Η Μαρία:
«Θα τις δώσω στην καλή μου
, δεν περνώ, δεν περνώ
θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, περνώ»
- Τα παιδιά:
«
Και ποια είναι η καλή σου; δεν περνάς δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου; δεν περνάς, περνάς»
Η κυρά Μαρία λεει το όνομα ενός παιδιού και το παίρνει μαζί της.
Ξαναρχίζουν και σε όποιον μένει μόνος του στον κύκλο του λενε: «
έμεινε μπουκάλα…έμεινε μπουκάλα…»
ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
Παίζεται από μια ομάδα παιδιών.
Στην αρχή, ορίζεται αυτός που θα «τα φυλάει» (δηλ. αυτός που θα
κυνηγά) ο οποίος διαλέγει την «τουκα» (ένα δέντρο, μια γωνία), κλείνει
τα μάτια του και αρχίζει να μέτρα μέχρι τον αριθμό που συμφωνήθηκε πριν
αρχίσει το παιχνίδι (20,30). Στο διάστημα αυτό τα άλλα παιδιά τρέχουν να
κρυφτούν. Προσπαθούν να κρυφτούν σε απίθανα μέρη, για να μην μπορεί να
τα βρει αυτός που «τα φυλάει». Όταν τελειώσει το μέτρημα, αυτός που «τα
φυλάει» αρχίζει το ψάξιμο, για να βρει τα κρυμμένα παιδιά.
Όταν βρει κάποιον, τρέχει στην «τουκα» και τον «φτύνει» λέγοντας το
όνομα του (π.χ. φτου Γιώργο). Όποιος από τους κρυμμένους προλάβει να
παει και να φτύσει στην «τουκα» του κυνηγού, ενώ αυτός λείπει,
απαλλάσσεται από το φύλαγμα. Όταν έχουν βγει όλοι από την κρυψώνα τους,
αν ο τελευταίος από αυτούς κατορθώσει να «φτύσει», τότε τα άλλα παιδιά
ξελευτερωνονται και τα ξαναφιλάει ο ίδιος. Αν όμως δεν συμβεί αυτό, τότε
τα φυλάει αυτός που φτυσθηκε πρώτος. Και το παιχνίδι συνεχίζεται.
ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ
Τα πεντόβολα παίζονται κι από κορίτσια κι από αγόρια.
Το κάθε παιδί έχει πέντε χαλίκια στρογγυλά και λεία, στο μέγεθος ενός
μεγάλου φουντουκιού. Τα δυο παιδιά που θα πάρουν μέρος στο παιχνίδι,
κάθονται αντικριστά κι έχουν κάτω, μπροστά τους, τα τέσσερα χαλίκια
τους, ενώ το πέμπτο το κρατάει στην χούφτα τους. Με μια γρήγορη κίνηση
το πετούν ψηλά, κι ενώ το χαλίκι τους είναι ακόμα στον αέρα προσπαθούν
να πάρουν από κάτω ένα χαλίκι από τα τέσσερα, χωρίς να κουνήσουν τα
υπόλοιπα. Αν προλάβουν να το πάρουν και το χουφτώσουν μαζί και με το
άλλο που κατεβαινει απο ψηλά, συνεχίζουν ώσπου να πάρουν ένα ένα και τα
τέσσερα. Αν δεν τα καταφέρουν, αρχίζει ο άλλος. Κάθε φορά ο παίχτης
αφήνει στην άκρη το πεντοβολο που έπιασε, για να τα πιάσει ένα ένα όλα.
Μετά περνάει στην δεύτερη φάση, την πιο δύσκολη. Τα αφήνει όλα κάτω
και προσπαθεί να τα πιάσει δυο δυο. Ύστερα τρία με μιας, τέλος τέσσαρα
με μιας. Μετά και από αυτές τις δοκιμασίες, το παιδί ακουμπάει χάμω, το
μεγάλο του δάκτυλο και τον δείκτη του ενός χεριού του, έτσι που να
σχηματίζει καμάρα, και ξαναπετάει το ένα χαλίκι ψηλά προσπαθώντας να
σπρώξει από ένα χαλίκι κάθε φορά μέσα στο φουρνακι, δηλαδή κάτω από την
καμάρα. Τελευταία το παιδί, που έχει περάσει με επιτυχία όλες τις φάσεις
του παιχνιδιού, κάνει τα παρακάτω: Πετάει όλα τα χαλίκια ψηλά, όχι πολύ
ψηλά βέβαια για να μην σκόρπισαν και προσπαθεί να τα ξαναπιάσει όλα
στα δυο του χέρια, που τα ενώνει με τις παλάμες προς τα κάτω. Οι ράχες
των παλαμών, ενωμένες στους δείκτες με τους αντίχειρες από κάτω
σχηματίζουν ένα είδος σκάφης. Οποίο παιδί μπορέσει να τα πιάσει όλα, θα
είναι ο νικητής.
Το παιδί που έχασε σε κάποια φάση του παιχνιδιού, όταν ξανάρθει η
σειρά του δηλαδή όταν χάσει ο αντίπαλος του, ξαναπαίζει από το σημείο
όπου βρισκόταν. Δεν ξαναρχίζει από την αρχή.
ΒΑΣΙΛΙΑ – ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΣΠΑΘΙΑ
Αυτό το παιχνίδι παίζεται από 3 παιδιά και πάνω.
Στην αρχή «τα βγάζουν» κι αυτός που θα βγει πρώτος, θα γίνει βασιλιάς. Ύστερα τα παιδιά ρωτούν τον βασιλιά:
-
«Βασιλιά Βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, τι ώρα είναι;»
κι εκείνος τους απαντάει:
-
«ώρα για δουλεία»
κι εκείνα τον ξαναρωτούν:
-
«τι δουλειά;»
-
«τεμπελιά» απαντάει
και τότε τα παιδιά αρχίζουν να μιμούνται μια δουλειά, χωρίς να μιλούν.
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τι δουλειά έκαναν και αν δεν το βρει
είναι υποχρεωμένος να μιμηθεί το ζώο που θα το πουν τα παιδιά.
Υπάρχει και παραλλαγή που είναι η εξής:
Ένα παιδί γίνεται βασιλιάς και τα αλλά παιδιά κάθονται απέναντι του. Τότε ένα παιδί φωνάζει:
-
«Βασιλιά Βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, τι ώρα είναι;»
Ο βασιλιάς απαντάει:
-
«ένα βήμα μπρος και ένα βήμα πίσω» και τα παιδιά προχωρούν ανάλογα
Όταν πει:
-
στ’ αυγά σου»
τότε το παιδί γυρίζει πίσω στην θέση του. Όποιο παιδί φτάσει πρώτο
εκεί που είναι ο βασιλιάς, παίρνει τη θέση του, γίνεται αυτό βασιλιάς
και ξαναρχίζει το παιχνίδι.
ΤΑ ΚΟΤΣΙΑ
Παίζεται με 3 ή περισσότερους παίκτες.
Το κότσι, είναι ένα κόκαλο, που το παίρνουν από το πίσω πόδι του
προβάτου. Το κότσι αποτελείται από 4 πλευρές: Τον βασιλιά, τον βεζίρη,
την γαϊδούρα και την κούπα. Κόβουμε δυο ξύλα, ένα μεγάλο που το
ονομάζουμε «βεζίρη» και ένα μικρό που το ονομάζουμε «βασιλιά». Κάθε
παιδί ρίχνει το κότσι του. Όποιο παιδί φέρει βασιλιά παίρνει το μικρό
ξύλο, ενώ όποιο φέρει βεζυρι παίρνει το μεγάλο ξύλο. Όταν ένα παιδί
πάρει και τα δυο ξύλα, τότε απαγορεύεται να μιλήσει. Όταν μιλήσει,
αφήνει κάτω τον βασιλιά και τον βεζίρη. Όταν ένα παιδί φέρει «γαϊδούρα»,
ο βασιλιάς μπορεί να διατάξει τον βεζίρη να του δώσει μια κόκκινη,
δηλαδή μια δυνατή ξυλιά, ή να δώσει μια πράσινη, σιγανή ξυλιά ή μια
κίτρινη, μέτρια ξυλιά ή να δώσει μια μελιτζάνα, δυνατή ξυλιά αλλά στο
πόδι, ή έναν Μεγάλο Ναπολέοντα, δυνατή ξυλιά αλλά στην πλάτη, ή μπορεί
να πει ένα στραγαλακι, που είναι ένα δυνατό τρίψιμο στην παλάμη, ή
μπορεί να πει γιαούρτι, το οποίο αντιστοιχεί με ένα τρίψιμο του ξύλου
στην παλάμη.
ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΑΚΙΑ
Παίρνουμε ένα κεραμίδι και το σπάμε σε 7 μικρά κομμάτια.
Αυτά τα παίρνουμε και τα στήνουμε μέσα σε ένα μεγάλο κύκλο. Μετά τα
παιδιά τα οποία είναι πάνω από 7, χωρίζονται σε δυο ομάδες. η μια ομάδα
κάθεται μέσα στον κύκλο. Οι άλλοι ρίχνουν την μπάλα από ένα σημείο που
έχουν συμφωνήσει και προσπαθούν να ρίξουν τα κεραμιδακια. Όταν τα
ρίξουν, παίρνει την μπάλα η ομάδα που ήταν μέσα στον κύκλο και
προσπαθούν να χτυπήσουν παιδιά που έριξαν τα κεραμιδακια, ενώ η άλλη
ομάδα προσπαθεί να στήσει τα κεραμιδακια. Αν τα στήσει ξαναπαίζει, αν
όμως η ομάδα που έχει μπάλα χτυπήσει όλα τα παιδιά, χάνουν και παίζουν
τα παιδιά που είχαν την μπάλα.
Υπάρχει και παραλλαγή που είναι η εξής:
Στήνονται στο δρόμο 5 κεραμιδακια το ένα πάνω από το άλλο. Ένα από τα
παιδιά είναι μπροστά από τα κεραμιδακια κι εμποδίζει να τα ρίξουν με την
μπάλα. Αν κάποιος τα ρίξει τότε αυτός που τα φυλάει παίρνει την μπάλα
και κυνηγάει εκείνον που τα έριξε για να τον χτυπήσει. Όταν όμως τα
υπόλοιπα παιδιά αναστήσουν τα κεραμιδακια και δεν τον έχει πιάσει ακόμα,
σταματά να τον κυνηγά και συνεχίζει να τα φυλάει. Αν τον πιάσει πριν τα
στήσουν ξανά, τα φυλάει άλλο παιδί.
ΑΜΑΔΕΣ
Τα παιδιά τα «βγάζουν» και αυτό που θα βγει πρώτο είναι η μάνα.
Τα άλλα παιδιά στέκονται πίσω από μια γραμμή που έχουν χαράξει στο
έδαφος και η μάνα βρίσκει ένα τενεκεδάκι και το βάζει στη μέση του
δρόμου ή του χωρου που παίζεται το παιχνίδι, μπροστά στα παιδιά. Μετά
πηγαίνει στην άκρη και τα παιδιά που είχαν βρει από πριν πλατιές πέτρες
μεγάλες αρχίζουν να τις ρίχνουν έχοντας στόχο το τενεκεδάκι. Τις ρίχνουν
όλα μαζί προσπαθώντας να το πετύχουν. Αν κάποιο παιδί πετύχει το
τενεκεδάκι τότε η μάνα θα πρέπει να τρέξει να σηκώσει το τενεκεδάκι και
να το βάλει στην θέση του.
Όταν τρέξει να το κάνει αυτό η μάνα, τα άλλα παιδιά θα πρέπει να
τρέξουν να πατήσουν πάνω στις αμάδες, δηλαδή στις πέτρες τους. Αν η μάνα
γυρίσει πριν προλάβουν να πανε όλα τα παιδιά να πατήσουν τις αμάδες
τους, τότε θα αρχίσει να τα κυνηγάει, προσπαθώντας να πιάσει ένα παιδί
πριν πατήσει στην ομάδα του. Αν πιάσει κάποιο παιδί τότε θα γίνει αυτό
μάνα. Αν όμως το τενεκεδάκι παει μακριά και τα παιδιά προλάβουν όλα να
πατήσουν τις αμάδες πριν η μάνα γυρίσει, τότε θα μείνει μάνα το άλλο
παιδί που ήταν προηγούμενος. Αν όμως κανένα παιδί δεν χτυπήσει το
τενεκεδάκι τότε η μάνα θα αρχίσει αμέσως να κυνηγάει τα παιδιά που όμως
δεν μπορεί να τα πιάσει πριν βγουν μπροστά από την γραμμή.
ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Το παιχνίδι παίζεται με πολλά παιδιά.
Κάποιο παιδί είναι η «μάνα» που πάντοτε έχει ένα λουρί. Η μάνα βάζει
μια οποιαδήποτε λέξη στο νου της. Ακόμα λεει αν είναι πράγμα, ζώο, φυτό
και από τι γράμμα αρχίζει και σε ποιο γράμμα τελειώνει. Τα παιδιά
προσπαθούν να την βρουν. Όποιο παιδί βρει, παίρνει το λουρί της μάνας
και αρχίζει να κυνηγάει τα παιδιά για να τα χτυπήσει. Όταν η μάνα
φωνάξει το λουρί στη μάνα τότε τα αλλά παιδιά χτυπούν αυτόν που είχε
βρει την λέξη. Για να σταματήσουν, πρέπει αυτός να ακουμπήσει τη μάνα
και να πει την λέξη που είχε βρει. Αν ακουμπήσει τη μάνα χωρίς να πει
λέξη, τα παιδιά συνεχίζουν να τον χτυπούν.
Το παιχνίδι παίζεται και έξω και μέσα, συνήθως έξω.
ΚΟΪΝΑΚΙΑ
(παίζονται στην ύπαιθρο)
αυτό το παιχνίδι είναι πολύ παλιό.
Στην Μυτιλήνη ήρθε το 1915 και η διάδοση του ήταν πολύ γρήγορη. Τα
κοϊνακια είναι τύπος μπίλιας από πηλό, τον οποίο ρίχνουμε πρώτα στο
αλάτι για να μην χάσει την σφαιρική του σιλουέτα. Μετά τον βάζουμε στο
φούρνο για να ψηθεί. Τον αφήνουμε 2 μέρες σε κρύο μέρες για να κρυώσει
και είναι έτοιμος.
Το κοϊνακι παίζεται με τρεις τρόπους:
-
πρώτος τρόπος είναι όταν το βάλουμε στο φούρνο να του τραβήξουμε
χαρακιές οριζόντιες και κάθετα και μετά να το παίζουμε σαν ζάρι. Μάλιστα
στα χρόνια της κατοχής είχε απαγορευτεί αυτός ο τρόπος γιατί ήταν
παράνομο παιχνίδι.
-
δεύτερος τρόπος είναι να το παίζομε σαν μπίλια. Καθώς υπάρχουν πολλά
παιδία τα οποία έχουν φτιάξει μια λακκούβα, προσπαθούν να ρίξουν τα
κοϊνακια μέσα σε αυτήν. Όποιος μπει και μπορέσει να χτυπήσει ένα
κοϊνακι, το παίρνει για δικό του.
-
τρίτος τρόπος είναι να το παίζουμε σαν πενταπετρα. Τα έχουμε σαν μάνα
και προσπαθούμε με αυτά χτυπώντας άλλες πέτρες να τις βάλουμε σε ένα
τέρμα
Όταν το καταφέρουμε αυτό είμαστε νικητές.
Ο ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ
Το παιχνίδι «ο πραματευτής» παίζεται ομαδικά.
Από την ομάδα των παιδιών ξεχωρίζονται δυο παιδιά και το ένα παίζει το
ρόλο του πραματευτή και το άλλο το ρόλο της μάνας. Ύστερα τα παιδιά
σχηματίζουν κύκλο και στο μέσω του κύκλου κάθεται η μάνα. Ο πραματευτής
μένει έξω από τον κύκλο και αρχίζει να διαλαλεί το εμπόρευμα του. Κάθε
παιδί του ζητάει και από ένα πράγμα. Ο πραματευτής υποθετικά του το
δίνει. Το παιδί το παίρνει και ρωτάει πόσο κάνει. Ο πραματευτής του λεει
την τιμή και ζητάει να τον πληρώσει. Το παιδί λεει ότι τα λεφτά τα έχει
η μάνα του
- Ο πραματευτής ρωτάει: «
που είναι η μάνα σου;»
- Το παιδί του απαντάει ότι βρίσκεται π.χ σε μια γειτόνισσα.
- Ο πραματευτής λεει «
καλά»
Κι εξακολουθεί να διαλαλεί το εμπόρευμα του, έως όλα τα παιδιά να
αγοράσουν υποθετικά και δίχως να τον πληρώσουν. Όταν ο πραματευτής
φτάνει στο τελευταίο παιδί νευριάζει και λεει:
-
«θα παω να βρω τη μάνα σας»
αλλά την ίδια στιγμή η μάνα βγαίνει από τον κύκλο και ο πραματευτής
την κυνηγάει. Αν μεν τη πιάσει, δυο αλλά παιδιά αναλαμβάνουν τους ρόλους
του πραματευτή και της μάνας. Αν όμως δεν την πιάσει το παιχνίδι
παίζεται από την αρχή, με τον ίδιο πραματευτή και την ίδια μάνα.
ΜΠΙΛΙΕΣ ΛΑΚΟΥΒΑΚΙ
Παίζεται με αρκετά παιδιά, που έχουν όλα από μια μπίλια.
Κάνουν ένα λάκκο και από μια ορισμένη απόσταση ρίχνουν την μπίλια τους
στο λακουβακι. Όποιο παιδί καταφέρει να την στείλει μέσα στο λακουβακι,
έχει το δικαίωμα να χτυπήσει τους άλλους. Αν μπούνε δυο μπίλιες μαζί
στο λακουβακι κάνουμε «ντάλια» δηλαδή πιάνει ένας από τους δυο τις
μπίλιες και τις ρίχνει από πάνω μέσα στο λακουβακι κι οποίου είναι πιο
κοντά ή μέσα στο λακουβακι παίζει πρώτος. Όποιος χτυπήσει την μπίλια του
αλλού, την παίρνει δική του. Νικητής είναι αυτός που θα μείνει
τελευταίος και με τις πιο πολλές μπίλιες.
ΜΠΙΛΙΕΣ ΚΥΚΛΟΣ
Παίζεται με αρκετά παιδιά.
Χαράζουν ένα κύκλο στο χώμα και κάθε παιδί βάζει μέσα όσες μπίλιες
θέλει. Όποιος πετύχει μια μπίλια ή και περισσότερες να βγούνε έξω από
τον κύκλο, τις παίρνει και το παιχνίδι συνεχίζεται.
ΚΟΥΤΣΟ
Με κιμωλία, πάνω στο τσιμέντο φτιάχνουμε καθέτως το εξής σχήμα:
Ζωγραφίζουμε ένα τετράγωνο και βάζουμε μέσα τον αριθμό ένα. Έπειτα
άλλο και βάζουμε μέσα τον αριθμό δυο κι έπειτα φτιάχνουμε αλλά δυο
τετράγωνα κολλητά το ένα στο άλλο, που στο ένα γράφουμε τρία και στο
άλλο τέσσερα. Έπειτα ένα άλλο τετράγωνο και βάζουμε μέσα τον αριθμό
πέντε και συνεχίζουμε μέχρι τον αριθμό δέκα με τον ίδιο τρόπο. Τώρα κάθε
παιδί θα πάρει από μια πέτρα και θα την ρίξει στο πρώτο τετράγωνο και
δίχως να πηδήξει στο τετράγωνο ένα πηδάει σε όλα τα άλλα. Στο γυρισμό
μόλις θα φτάσει στο δυο θα σκύψει δίχως να ακουμπήσει πουθενά, για να
πιάσει την πέτρα . αυτό γίνεται και στα άλλα τετράγωνα. Όποιος φτάσει
στο δέκα χωρίς να ακουμπήσει πουθενά κερδίζει.
ΑΜΠΑΡΙΖΑ
Κάθε ομάδα έχει για φωλιά ένα δέντρο ή στύλο
Σκοπός του παιχνιδιού είναι ένας παίχτης να ακουμπήσει το δέντρο της
αντίπαλης ομάδας ή να αιχμαλωτίσει τρία «ψητά». Η αιχμαλωσία των ψητών
γίνεται με τον εξής τρόπο: ένας παίχτης κυνηγά και πιάνει ένα αντίπαλο
παίχτη. Για να αιχμαλωτίσει όμως πρέπει να έχει βγει αργότερα από τον
αντίπαλο, αλλιώς πρέπει να γυρίσει πίσω στη φωλιά του, «να πάρει
αμπάριζα» και να ξαναβγεί στο κυνήγι.
ΤΣΙΓΓΟ ΛΕΛΕΤΑ
Παίζουν 4 παιδιά και χωρίζονται σε δυο ομαδες. Η μια ομάδα παει από
την μια μεριά και η άλλη από την άλλη. Σταυρώνουν τα χέρια τους και οι
δυο ομάδες και λενε τα τραγούδι:
« ένα φράγκο η βιολέτα , τσίγκο λελετα»
κι έτσι όπως λενε το τραγούδι, προχωράνε και οι δυο ομάδες μπροστά, συναντιούνται και ξαναγυρνάνε πάλι προς τα πίσω.